- πρόφαση
- η / πρόφασις, -άσεως, ΝΜΑπροβαλλόμενος, συνήθως ψευδής, λόγος, πλαστή δικαιολογία, πρόσχημα (α. «με πρόφαση την αρρώστια τής μητέρας του απουσιάζει συνεχώς» β. «πρόφασις ἰδίης ἀβουλίης», Δημόκρ.)νεοελλ.1. το πρώτο στάδιο μίτωσης τής κυτταρικής διαίρεσης, το οποίο ακολουθείται από τη μετάφαση2. φρ. «προφάσεις εν αμαρτίαις» — προσχήματα που προβάλλονται για δικαιολόγηση μιας πράξης ή παράλειψηςαρχ.1. δικαιολογία (α. «ἐπὶ μεγάλῃ καὶ ἐπὶ βραχείᾳ ὁμοίως προφάσει» — είτε η δικαιολογία είναι σπουδαία είτε είναι ασήμαντη, Θουκ.β. «τῆς αἰτίας τὴν πρόφασιν» — τη βάση τής κατηγορίας, Λυσ.)2. η αληθινή, η βαθύτερη αιτία (α. «οὔτ εὐνῆς πρόφασιν κεχρημένος οὔτε τευ ἄλλου», Ομ. Ιλ.β. «ἀληθεστάτην πρόφασιν ἀφανεστάτην δὲ λόγῳ», Θουκ.)3. (ως ιατρ. όρος) εξωτερική, ερεθιστική αιτία4. ευκαιρία («ἐπὶ τῇ προφάσει τῆς ἐμαυτοῡ ἀρχῆς», πάπ.)5. προειδοποίηση, προειδοποιητικό σημείο («τοὺς δὲ ἄλλους ἀπ' οὐδεμιᾱς προφάσεως ἀλλ' ἐξαίφνης... τῆς κεφαλῆς θέρμαι... ἐλάμβανε», Θουκ.)6. πειθώ, πειστικότητα7. πρόλογος8. (η δοτ. εν. ως επίρρ.) προφάσειγια επίδειξη, προς το θεαθήναι («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι», ΚΔ)9. φρ. α) «πρόφασιν δίδωμι» — παρέχω αφορμή («οὐκ ἐνδώσομεν πρόφασιν οὐδενι κακῷ γενέσθαι», Θουκ.)β) «πρόφασιν προτείνω [προΐσχομαι ή τίθημι ή παρέχω]» — προβάλλω ως δικαιολογία («πρόφασιν τήν Παυσανίεω ὕβριν προϊσχόμενοι», Ηρόδ.)γ) «προφάσεις ἕλκω» — επιμένω να προφασίζομαιδ) «πρόφασιν φάσκω» — βρίσκω την ευκαιρία να πω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προφαίνω (πρβλ. από-φασις). Η λ. πρόφασις με σημ. «εξωτερική, εμφανής αιτία, προειδοποιητικό σημείο» αλλά και «πρόσχημα, πλαστή δικαιολογία» εμφανίζει τη διπλή σημ. τής ρίζας *bh(e)ә2- «δηλώνω, λάμπω» και «εξηγώ, μιλώ» τών ρ. φαίνω* και φημί*].
Dictionary of Greek. 2013.